γιατί το ζήτημα της ονομασίας της π.Γ.Δ. της Μακεδονίας* είναι δυσεπίλυτο.
What's in a name! that which we call a rose
By any other name would smell as sweet.
W. Shakespeare, Romeo and Juliet, II.i, 85-86
Η πρόσφατη κίνηση του πρωθυπουργού της π.Γ.Δ. της Μακεδονίας να φέρει την Ελλάδα μπροστά στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποτελεί μία ακόμα ελπίδα από πλευράς του να νικήσει την Ελλάδα και να την υποχρεώσει να δεχτεί το Συνταγματικό όνομα της χώρας του. Το πρόβλημα όμως της διένεξεως των δύο χωρών πηγάζει από αυτό ακριβώς: Εκάτερες οι χώρες ευελπιστούν ότι με την επιστράτευση φίλων, συμμάχων και/ή Διεθνών Οργανισμών θα επιβάλλουν εν τέλει στον αντίπαλο μία «λύση» στα δικά της μέτρα. Και οι δύο λοιπόν λειτουργούν με λογικές «αντιπάλων», «νικών» και «επιβολής».
Πουθενά δεν μπορούμε να διαγνώσουμε ένα ίχνος καλής θέλησης ή και κοινής λογικής για να προχωρήσουμε προς μία λύση. Λύση, και όχι νίκη που εξ ορισμού σημαίνει την ήττα της άλλης πλευράς. Γιατί ναι μεν εσω- και μίκρο-πολιτικά ο «νικητής»-ηγέτης θα αποκομίσει τεράστια οφέλη που θα μεταπρατηθούν σε αντίστοιχες εκλογικές ποσοστιαίες μονάδες για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον, αλλά στην πραγματικότητα θα έχει οδηγήσει τη χώρα του σε μία μεγάλη ήττα, καθιστώντας το σύνολο των πολιτών του άλλου κράτους εχθρούς. Και ναι μεν τα μικρο-πολιτικά οφέλη θα είναι τέτοια και χρονικά, αλλά σε ένα οποιοδήποτε βάθος χρόνου η δημιουργηθείσα «έχθρα» θα έχει μεγαλύτερη διάρκεια και αποτελέσματα. Ο «ηττημένος» θα βασίζει την πολιτική του σχέση με το «νικητή» με γνώμονα τη λαϊκή αντιπάθεια, πράγμα που θα αποτρέπει – ες αεί; – την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων με τον άλλο, και θα αποτελεί εμπόδιο και στην ανάπτυξη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας, πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής ή άλλης ανάμεσα στις δύο χώρες.
Αυτό εξάλλου μπορεί να παρατηρηθεί στην πράξη και από τα αποτελέσματα της μέχρι σήμερα πορείας του ζητήματος: ο λαός της π.Γ.Δ. της Μακεδονίας, ο οποίος παραδοσιακά, αλλά και συγκαιριακά (λόγω της καλύτερης οικονομικής θέσεως της Ελλάδας την περίοδο της ανακηρύξεως της ανεξαρτησίας της σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους γείτονές της) ήταν φιλικά διακείμενος προς την Ελλάδα, σήμερα μετά από μία σειρά «νικών» που έχει καταγάγει η περήφανη ελληνική εξωτερική πολιτική (ιδίως το εμπάργκο και το βέτο), έχει αλλάξει άρδην στάση και η Ελλάδα θεωρείται πλέον ως ο κατ’εξοχίν εχθρός της χώρας. Και με την ίδια λογική τόσο ο λαός, και πολλώ δε μάλα η πολιτική ηγεσία της χώρας δέχεται με ενθουσιασμό κάθε άνοιγμα από πλευράς της Τουρκίας, η οποία, μεταξύ άλλων, έχει χρησιμοποιήσει τη διένεξη μεταξύ των δύο χωρών για να προωθήσει την εισχώρησή της στη π.Γ.Δ. της Μακεδονίας σε πολιτικό, οικονομικό και εκπαιδευτικό επίπεδο. Ας υπενθυμίσουμε εδώ ότι η Τουρκία από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο αναγνώρισε το κράτος με το συνταγματικό του όνομα, αλλά επίμεινε στους διεθνείς οργανισμούς όπου συμμετέχει, συμπεριλαμβανομένου και του ΝΑΤΟ, κάθε φορά που γίνεται αναφορά στην ΠΓΔΜ να υπάρχει επεξηγηματική υποσημείωση όπου θα αναφέρεται ότι «η Τουρκία έχει αναγνωρίσει το κράτος αυτό με τη Συνταγματική της Ονομασία, «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Η Ελλάδα λοιπόν με την πολιτική της δημιούργησε 2.000.000 εχθρούς εκεί που δυνητικά είχε αντίστοιχο αριθμό φίλων.
Πέραν λοιπόν του κοντόφθαλμου της πολιτικής που μας έχει αφήσει ουσιαστικά άνευ φίλου μεταξύ των άμεσων γειτόνων μας, το συγκεκριμένο ζήτημα στοιχίζει στη χώρα ανυπολόγιστο «διπλωματικό κεφάλαιο». Με άλλα λόγια για κάθε διεθνή επίδειξη τοπικής πυγμής ο Ελληνικός λαός πληρώνει βαρύτατο φόρο προστασίας: για να ξεκινήσουμε από το πίο πρόσφατο, η αποδοχή του ελληνικού βέτο στην ένταξη της π.Γ.Δ. της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ είναι φανερό ότι έγινε με ανταλλάγματα απτά και υλικά. Ο Σαρκόζιος γαλλικός ενθουσιασμός αγοράστηκε στην τιμή κάποιων φρεγατών και μαχητικών, και τα αποτελέσματα της «αμερικάνικης δυσαρέσκειας» μετριάστηκαν με αντίστοιχες στρατιωτικές αγορές. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη εισαγωγέας όπλων (σε απόλυτους αριθμούς) στον κόσμο, ακολουθώντας μόνο την Κίνα και την Ινδία, τη στιγμή που η εντονότερη οικονομική κρίση από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται, τη στιγμή που η Ελλάδα έχει ένα δυσθεώρητο εξωτερικό δημοσιονομικό χρέος...
Το ίδιο ισχύει βέβαια και για την άλλη πλευρά, αφού η Αμερικάνικη αναγνώριση με το Συνταγματικό όνομα συνοδεύτηκε από υποχρεωτική αποστολή στρατευμάτων στο Ιράκ, το οποίο ναι μεν ελάχιστη σημασία είχε στρατιωτικά, αφού μιλάμε για μερικές εκατοντάδες στρατιωτών, πολιτικά όμως είχε μεγάλη σημασία, αφού επέτρεψε στην υπερδύναμη να προσθέσει ακόμα ένα όνομα κράτους που συμμετείχε στην «Συμμαχία» που έδινε μία προκάλυψη νομιμότητος στην εισβολή στο Ιράκ. Βεβαίως η καταβολή του «φόρου προστασίας» συνεχίζεται, αφού η χώρα έχει μετατραπεί σε άμεσο προτεκτοράτο των ΗΠΑ, όπου ακόμα και οι οδηγίες που δίνονται δημόσια από διαφόρους Αμερικάνους αξιωματούχους στην κυβέρνηση γίνονται δεκτές χωρίς το παραμικρό παράπονο. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι οι Αμερικάνοι αποφάσισαν να κατασκευάσουν τη μεγαλύτερη βαλκανική πρεσβεία τους στην πόλη των Σκοπίων, με ότι συνεπάγεται αυτό.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η μόνη λύση που θα προωθείτο από τους «συμμάχους» του ενός ή του άλλου ή θα ήταν μία κατάσταση «μή-λύσης», όπως είναι η σημερινή, ή θα ήταν μία «λύση» που θα περιείχε όλα τα συστατικά που θα επέτρεπαν τη συνεχόμενη και τακτική παρέμβασή τους στο ζήτημα ως «μεσολαβητές» και «κριτές». Όπου, βέβαια, η κάθε παρέμβασή τους θα γίνεται με ανταλλάγματα πότε από τη μία πλευρά και πότε από την άλλη. Και όπου, προφανώς και οι δύο πλευρές θα συνέχιζαν να αναλώνουν το «διπλωματικό» αλλά και το πραγματικό κεφάλαιό τους σε έναν σισύφειο αγώνα εναντίον του άλλου, πράγμα που δε θα εξυπηρετούσε σε καμία περίπτωση ούτε την περίφημη περιφερειακή ανάπτυξη των Βαλκανίων αλλά και ούτε, προφανώς, την ευμάρεια και την ανάπτυξη του κάθε κράτους και λαού.
Αντιθέτως λοιπόν με την όποια λογική πραγματικού εθνικού συμφέροντος οι δύο πλευρές προχωρούν στο ζήτημα με λαϊκιστικά και κομματικά κριτήρια. Ο Α. Παπανδρέου ήδη ξεκίνησε επιμένοντας με το «καμία αναφορά στη λέξη Μακεδονία», ακολουθούμενος με μικρότερο ή μεγαλύτερο ενθουσιασμό από τους Κ. Καραμανλή (γηραιότερο) και Κ.Μητσοτάκη (αναφέρομαι μόνο στους Κυβερνήσαντες αν και το σύνολο των πολιτικών κομμάτων ακολούθησε την ίδια γραμμή, με μόνες πραγματικές εξαιρέσεις κάποια εξωκοινοβουλευτικά κόμματα, των οποίων η φωνή όμως χαρακτηρίζεται από την ίδια εσωστρέφεια που χαρακτηρίζει τη γενικότερη πολιτική τους δράση). Ακολούθως ήρθε το εμπάργκο – το μοναδικό εμπάργκο που έχει επιβληθεί χωρίς απόφαση του Ο.Η.Ε. μετά τον Ψυχρό Πόλεμο από οποιαδήποτε χώρα, που κατέληξε με την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, που ούτε εξ ορισμού δεν ήταν λύση, αφού πρόκειται απλά για ένα προσωρινό πλαίσιο που ορίζει τις σχέσεις των δύο χωρών, και το οποίο παρουσιάστηκε και στις δύο χώρες και ως νίκη (αφού περιείχε μεν τον όρο Μακεδονία, αλλά ήταν αλλαγή της Ονομασίας), αλλά και ως ήττα (για τους ίδιους λόγους) ανάλογα με το ποίος την ανέλυε κάθε φορά.
Η συνέχεια ήρθε με την «περήφανη νίκη» που κατήγαγε η κυβέρνηση Καραμανλή (του νεωτέρου), βάση των μικροκομματικών προεκλογικών υποσχέσεων με τις οποίες είχε δεσμευτεί και υπό την πίεση/συναίνεση του ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου (του νεωτέρου), στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008, βάζοντας ανεπίσημα βέτο στην είσοδο της π.Γ.Δ. της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, πράγμα που βόλεψε ιδιαιτέρως της κομματικές σκοπιμότητες του πρωθυπουργού της π.Γ.Δ. της Μακεδονίας Ν. Γκρούεφσκι, ο οποίος σε ένα παραλήρημα ανθελληνικού εθνικισμού απέσπασε την πρώτη απόλυτη κομματική πλειοψηφία στην ιστορία της Βουλής της χώρας δύο μήνες αργότερα.
Είναι, λοιπόν, αξιοσημείωτο ότι – με αντικειμενική θεώρηση – οι όποιες «εξελίξεις» στο ζήτημα τουλάχιστον το 2008 ήταν άμεσα συνδεδεμένες με εκλογικές αναμετρήσεις στις δύο χώρες. Του ελληνικού «βέτο» στο Βουκουρέστι στις 2 Απριλίου είχαν προηγηθεί οι Εθνικές εκλογές στις 16 Σεπτεμβρίου 2007, ενώ ακολουθήθηκε άμεσα από της εκλογές στη π.Γ.Δ. της Μακεδονίας την 1η Ιουνίου. Η κίνηση της αγωγής στο Διεθνές δικαστήριο έγινε στις 17 Νοεμβρίου 2008, δηλαδή τέσσερις πριν τις Δημοτικές Εκλογές της π.Γ.Δ. της Μακεδονίας.
Για την εξέταση της εθνικιστικής-λαϊκίστικης αντίληψης που διέπει τους Κυβερνώντες των δύο χωρών έχει, εξάλλου, ενδιαφέρον να σημειώσουμε ακόμα και τη χρησιμοποιούμενη ορολογία, η οποία άλλωστε αφήνει να εννοηθεί ακόμα και την αρχική προέλευση διαφόρων πολιτικών κινήσεων. Έτσι μετά από μία πρώτη αναφορά πριν από την σύνοδο του ΝΑΤΟ τον Απρίλιο του 2008 από το ΠΑΣΟΚ, χρησιμοποιήθηκε από τον Κ. Καραμανλή (το νεώτερο) αναφερόμενος σε Κόκκινες Γραμμές πέραν των οποίων η Ελλάδα δεν μπορεί να υποχωρήσει. Ο όρος στη συνέχεια υιοθετήθηκε με ενθουσιασμό από όλους τους τοπικούς πολιτικούς φορείς και των δύο χωρών, συμπεριλαμβανομένων και του Προέδρου Τσεβένκοφσκι και της Κυβερνήσεως Γρκούεφσκι. Δεν έχει όμως τίποτα να κάνει με την πολιτική ιστορία ούτε της μίας, ούτε της άλλης χώρας, ούτε και είχε κάποιο σημειολογικό νόημα πριν την εμφάνισή του στο διάλογο γύρω από το ζήτημα. Είναι όρος που ανάγεται στην αγγλοσαξονική στρατιωτική ιστορία.
Είναι λοιπόν επώδυνα φανερό ότι σήμερα, μετά από όλα όσα έχουν συμβεί μεταξύ των δύο κρατών και ιδίως από το 1991 έως σήμερα, ότι μία «λύση» που θα είχε τη μορφή της υιοθετήσεως των θέσεων της μίας πλευράς από την άλλη είναι αδύνατη. Εξάλλου και οι δύο πλευρές έχουν το ηθικό δίκαιο με το μέρος τους, όσο και αν αυτό ακούγεται παράδοξο.
Από τη μιά το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως, που σε άλλες περιπτώσεις –και δικαίως– προβάλλεται με ενθουσιασμό από την Ελλάδα, που όμως αυτονόητα συνεπάγεται και το δικαίωμα της επιλογής της ονομασίας. Από την άλλη η εναντίωση στη μονοπώληση ενός όρου που, σύμφωνα με όλες τις παραδοχές περιλαμβάνει μία γεωγραφική έκταση πολύ μεγαλύτερη από αυτή που καταλαμβάνει σήμερα η π.Γ.Δ. της Μακεδονίας, και που εκφράζει διάφορους πληθυσμούς της περιοχής και η διατύπωση της ανησυχίας ότι στο μέλλον αυτή ακριβώς η πολυσημία της λέξεως «Μακεδονία» μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις ή και να επιτρέψει επεκτατικές πολιτικές. Αυτό το τελευταίο, για να συμπληρώσουμε την Ελληνική επιχειρηματολογία, ισχύει και για τη μία και για την άλλη πλευρά.
Ενώ λοιπόν με λίγη καλή θέληση μία λύση που θα εγκόλπωνε τα ορθά σημεία της επιχειρηματολογίας και των δύο πλευρών είναι εφικτή, είναι φανερό ότι τέτοια καλή θέληση δεν υπάρχει από κανέναν από τους εμπλεκόμενους στην όλη διαδικασία. Τόσο η πολιτική ηγεσία της π.Γ.Δ. της Μακεδονίας όσο και αυτή της Ελλάδος έχουν καταλάβει πολύ καλά πώς και πόσο το συγκεκριμένο ζήτημα μπορεί να εξυπηρετεί τακτικά τις εκλογικές τους ανάγκες. Από την άλλη διάφοροι σύμμαχοι και φίλοι των δύο χωρών μπορούν να αποκομίζουν και αυτοί οφέλη διαφόρων τάξεων από την όλη ιστορία. Όσο δε για τους εχθρούς του ενός και του άλλου, δε θα μπορούσαν να ονειρευτούν καλύτερη ευκαιρία για προώθηση των δικών τους σχεδίων. Ποιός λοιπόν θα είχε όφελος από μία πραγματική λύση του ζητήματος; Προφανώς κανείς. Κανείς, εκτός από τους λαούς των δύο χωρών που (και) εξαιτίας αυτού του ζητήματος θα συνεχίσουν να στερούνται του καρπούς των κόπων και της εργασίας τους στο όνομα εθνικών συμφερόντων, κόκκινων γραμμών, πράσινων αλόγων και μπλε γαϊδουριών.
* Στο κείμενο χρησιμοποιώ τον όρο που χρησιμοποιείται από τον Ο.Η.Ε. και είναι ο μόνος επίσημα αποδεκτός και από τις δύο πλευρές, με την ελπίδα οι αναγνώστες να δουν την ουσία του κειμένου και να μην μείνουν στους τύπους - όπως θα γινόταν πιθανώς αν επέλεγα οποιονδήποτε άλλο όρο, ο οποίος θα ήταν αρεστός στη μια πλευρά αλλά όχι στην άλλη.
No comments:
Post a Comment