Ξέρετε...
Ξέρετε, εδώ και κάποιοι μήνες τα πολιτικά αντανακλαστικά μου που είχαν ατροφήσει από καιρό ξύπνησαν με ορμή. Δεν ήταν ο φόνος του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου που το προκάλεσε, αλλά κάτι απροσδιόριστο, που με έκανε να ξανακοιτάξω, έστω και από μακριά, προς την Ελλάδα. Και το βλέμμα μου τρεμόπαιζε με θλίψη και αγανάκτηση καθώς έβλεπε τα χάλια της χώρας μας. Ο φόνος του Αλέξανδρου ήταν η σταγόνα αίματος που μετέτρεψε το κοχλάζον ποτήρι της πικρίας σε βράζον καζάνι οργής.
Όπως είπα δεν ξέρω τί ακριβώς ήταν αυτό που με έκανε να επαναδραστηριοποιηθώ πολιτικά - έστω και εικονικά με τη συγγραφή κάποιων κειμενίσκων.
Αμφιβάλλω ότι ήταν το σκάνδαλο της Siemens, ή το σκάνδαλο Ζαχόπουλου ή ακόμα το σκάνδαλο του Βατοπεδίου ή οποιοδήποτε από τα άλλα σκάνδαλα διαφόρων υφών και εντυπώσεων των τελευταίων ετών, αφού η χώρα είναι συνηθισμένη και στα ροζ σκάνδαλα, και στην πλήρη έλλειψη πολιτιστικής ευαισθησίας και γενικότερο στην ανυπαρξία οποιουδήποτε ίχνους ηθικής στην πολιτική ζωή.
Εξάλλου η κοινωνική και οικονομική ζωή, σε όλα τις τα επίπεδα χαρακτηρίζεται από την απόλυτη αδιαφάνεια και τη διαφθορά: φέτος, στην αναφορά της Transparency International (http://www.transparency.org/news_room/in_focus/2008/cpi2008/cpi_2008_table), βρήκαμε 57οι, δηλαδή πιό διεφθαρμένοι από χώρες που κάποτε κοροϊδεύαμε όπως η Σιγκαπούρη (4η), Αγία Λουκία (21η), Μπαρμπάντος (22οι), Χιλή και Ουρουγουάη (23οι), Μποτσουάνα (36οι), Πουέρτο Ρίκο (36), Ομάν, Μπαχρέιν, Μακάο, Μπουτάν, Πράσινο Ακρωτήριο, Κόστα Ρίκα, Ιορδανία, Μαλαισία, Λάτβια, Νότιως Αφρική, κλπ κλπ κλπ. Λένε εξάλλου ότι οι Εσκιμόοι έχουν εκατό λέξεις για το χιόνι. Εμείς έχουμε λεκτικό πλούτο όσον αφορά τη διαφθορά: μίζα, λάδωμα, φακελλάκι, μπαχτσίσι, δώρο, προμήθεια...
Δεν νομίζω ότι ήταν η ακυβερνησία που χαρακτηρίζει τον τόπο με την παρούσα κυβέρνηση με τα συναποτελέσματά της, αφού τον εικοστό αιώνα σπάνιες ήταν οι ελληνικές κυβερνήσεις που πραγματικά κυβέρνησαν και δεν ήταν στη φάση του «εγώ απλώς προήδρευα!».
Το να ήταν μία απογοήτευση με τη δικαιοσύνη που παρουσιάζει όλα τα σημεία ενός μηχανισμού διεφθαρμένου, αργού και ανήθικου; Μα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου όλα αυτά ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής δικαιοσύνης...
Ο ρόλος μήπως της εκκλησίας που, μπροστά σε έναν δειλό ψίθυρο ορισμένων πολιτικών κύκλων για χωρισμό εκκλησίας και κράτους ξεσπάθωσε με ηρωϊκές κραυγές «ο λαός να κρίνει» έχοντας εμπιστοσύνη στον σφιχτό εναγκαλλιασμού της εκκλησίας γύρω από την ελληνική κοινωνία ολόκληρη, που δεν την αφήνει να ανασάνει, πολλώ δε μάλλω να κινηθεί ανεξάρτητα από αυτήν; Μα και αυτό το φαινόμενο είναι ακόμα πιο παλιό από το νεοελληνικό κράτος, οπότε δεν αποτελεί έκπληξη. Εξάλλου νεώτερος είχα ζήσει της κινητοποίησεις που με τον πιό ανώδυνο τρόπο μπόρεσε να προκαλέσει η εκκλησία, μπροστά στο θράσος τον αθέων να συζητήσουν την αφαίρεση της θρησκείας από τα αναγραφόμενα στοιχεία της πολιτικής ταυτότητας. Εξάλλου το ίδιο το Σύνταγμα αφιερώνει θέση τιμής στην εκκλησία με σειρά ολόκληρη άρθρων που καθορίζουν τη θέση της στην κοινωνία, τις σχέσεις της με άλλες εκκλησίες (!), την οργανωτική της δομή (!!) κλπ, κλπ, οπότε ο θεωρητικός διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους ήταν και παραμένει ακριβώς αυτό: θεωρητικός.
Μήπως λοιπόν ήταν το ότι οι μειoνότητες στην Ελλάδα αντιμετωπίζονται με τον χειρότερο τρόπο, φθάνοντας (ή ξεκινόντας) από την άρνηση των περισσοτέρων από αυτές; Αλλά και εδώ η πολιτική του ελληνικού κράτους είναι παγιομένη τουλάχιστον από το 1930 και δεν έχουν υπάρξει ιδιαίτερες πρωτοτυπίες τα τελευταία χρόνια.
Όσο για την κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος στο χορό των εξοπλιστικών προγραμμάτων και των οπλό-μιζων, και αυτό είναι ένα ελληνικό έθιμο που ξεκίνησε περίπου σύγχρονα με την κήρυξη της ελληνικής επαναστάσεως. Από την πρόσφατη ιστορία ακρκει και μόνο να θυμηθούμε «την αγορά του αιώνα», το πομπώδες του τίτλου της οποίας συγκρίνεται μόνο με το μέγεθος της σπατάλης που σήμαινε. Η εχθρότητα άλλοστε της χώρας μας με τους γείτονές μας είναι αποτέλεσμα της ομηρίας μας από τις πελατειακές μας σχέσεις με τους ισχυρούς προστάτες μας μάλλον και όχι το αντίστροφο. Οπότε και αυτά αλλά και ο εθνικισμός, που ανάλογα με τη χρονική στιγμή είναι είτε υποβόσκων είτε εθνικά υπερήφανος, είναι κάτι που όλοι μας έχουμε σηνηθίσει από καιρό.
Αν μιλάγαμε για το χώρο της υγείας, μάλλον θα βάζατε όλοι τα γέλια αν ισχυριζόμουν ότι ήταν τα χάλια της δημόσιας υγείας που με έκαναν να πεταχτώ εξαγριωμένος από το μακάριο ύπνο μου...Και εδώ μπορούμε όλου να θυμηθούμε αμέτρητες υποσχέσεις πολιτικάντηδων που ισχυρίζονταν ότι θα βάλουν «τέρμα στο φακελλάκι» και «τέρμα στα ράτζα», αλλά ακόμα συζητάμε τα ίδια.
Μπορεί λοιπόν να ήταν η διολήσθηση της Παιδείας που με αναστάτωσε! Και όμως και εδώ είμαι ο ίδιος μάρτυρας αυτόπτης και παθών του ότι η παιδεία πάσχει βαρέως τουλάχιστον από τη δεκαετία του ογδόντα, ενώ βέβαια διηγήσεις μεγαλυτέρων καταδεικνύουν ότι τα ίδια προβλήματα έχουν πολύ αρχαιότερη προέλευση. Άρα όμως η στην πράξη κατάργηση του Συνταγματικού Δικαιώματος για Δημόσια Δωρεάν Παιδεία, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, και άρα δεν ήταν αυτή που λειτούργησε ως οίστρος στη συνείδησή μου.
Η εισροή μεταναστών (λάθρο- και μη) είναι βέβαια ένα πιό καινούργιο φαινόμενο και η απάνθρωπη και απαξιωτική αντιμετώπισή τους από την Ελλάδα και η συνεπακόλουθη εμφάνιση ρατσιστικών φαινομένων δεν έχει τόσο μεγάλη προϊστορία. Μετράει όμως και αυτή περί της δυό δεκαετίες, οπότε μάλλον δεν ήταν αυτό που τσίγγλισε την αδιαφορία μου.
Όσο για την «υποδοχή» των μεταναστών από το Ελληνικό κράτος, που είτε επιλέγει να πνίγει ανθρώπους στο Αιγαίο, είτε τους αφήνει να γίνονται καμμάτια στα ναρκοπέδια του Έβρου ή απλά, για αυτούς που επιβιώνουν τους μαντρώνει στους «χώρους υποδοχής», μέχρι να τους στείλει από ‘κει που ήρθαν, αδιαφορώντας για οποιουσδήποτε κανόνες χορήγησης ασύλου, μα και αυτά «περσυνά, ξινά σταφύλια». Μήπως ξεχάσαμε τη ρατσιστική αντιμετώπιση των πρώτων οικονομικών προσφύγων, από το Κράτος αλλά και από την κοινωνία, με τη χρήση των αστυνομικών «επιχειρήσεων σκούπας» ως μέσο πίεσης προς τη γείτονα χώρα, και της συνθήκες δουλείας με τις οποίες η ελληνική κοινωνία «αγκάλιασε» αυτούς τους πίο άτυχους συνανθρώπους μας, επιλέγοντας να ξεχάσει ότι μέχρι πολύ πρόσφατα σε πολλά ευρωπαϊκά ρεστοράν κρεμώταν η εξευτελιστική για τα ίδια ταμπέλλα «Απαγορεύεται η είσοδος στα σκυλία και στους Έλληνες!».
Οι φυλακισμένοι επαναστάτησαν κατά των απάνθρωπων συνθηκών κράτησης και άρχισαν απεργία πείνας. Το ίδιο και οι λαθρομετανάστες, έγκλειστοι στους «χώρους υποδοχής». Αλλά και εδώ καμμία πρωτοτυπία: Και παλαιότερα οι κρατούμενοι είχαν εξεγερθεί αλλά τίποτα δεν άλλαξε. Όσο για τα κρατητήρια – κολαστήρια, δείξτε μου έναν Έλληνα που ισχυρίζεται ότι δεν ήξερε για τις τερατώδεις συνθήκες κράτησεως φυλακισμένων, μεταναστών ή ψυχολογικά αρρώστων – τα κολαστήρια της Λέρου τα ξεχάσαμε; - , και θα σας δείξω έναν ψεύτη!
Όσο για το βιωτικό επίπεδο που έχει κατέβει κατακόρυφα για όλα τα φτωχότερα στρώματα την τελευταία δεκαετία, φαίνεται ότι οι άνθρωποι είμαστε όντα με μεγάλες δυνατότητες προσαρμογής. Σίγουρα πάντως πριν από κάποια χώρα που έφθασα στη Γαλλία είχα μείνει άναυδος με το ότι δίπλα στα χρυσοποίκιλτα παλάτια υπήρχαν άνθρωποι που ζούσαν και πέθαιναν στο δρόμο. Είχα σοκαριστεί διότι τότε τέτοιες παραστάσεις δεν αποτελούσαν μέρος της αθηναϊκής καθημερινότητάς μου. Αλλά επιστρέφοντας στην Ελλάδα βλέπω ολοένα και περισσότερους δύστυχους που προσπαθούν να εξασφαλίσουν την τροφή για μιά ακόμα μέρα σκαλίζοντας στα σκουπίδια, και που προσπαθούν να βρουν μια γωνιά λιγότερο κρύα να περάσουν τη νύχτα τους...
Δεν ξέρω λοιπόν τί ήταν αυτό που με ξύπνησε από τη μακαριότητα της αδιαφορίας μου. Τί ήταν αυτό που που με έκανε να δραστηριοποιηθώ. Τί ήταν αυτό που μ’έκανε ν’αντιδράσω. Τί ήταν αυτό που μ’έκανε να θυμώσω. Τί ήταν αυτό που μ’έκανε να θέλω να ουρλιάξω με μία φωνή απόγνωσης και ανύμπορου θυμού, οργής σιωπηλής που μου πόναγε τα στήθια.
Μπορεί να μην ήταν τίποτα από τα παραπάνω.
Μπόρει να ήταν κάτι από τα παραπάνω.
Μπορεί όμως και όλα.
Δεν ξέρω ποιά είναι αυτή η χώρα που μόλις περιέγραψα. Αλλά σίγουρα δεν είναι η δικιά μου. Η δικιά μου χώρα είναι μια χώρα γλυκιά σαν αύρα καλοκαιριού, που πρώτιστο νόμο έχει τη δημοκρατία. Όπου διαφεντεύει ο Ξένιος Δίας, που προτιμά τους φτωχούς μουσαφίριδες από τους Αμερικάνους τουρίστες. Στη δικιά μου χώρα έχουμε ισότητα: οι γυναίκες και οι άνδρες, οι μειονότητες κι οι μετανάστες, οι πλούσιοι και οι φτωχοί, οι νέοι και οι γέροι, αρτημελείς και ανάπηροι, οι όμορφοι κι οι άσχημοι, όλοι έχουμε τα ίδια δικαιώματα και στεκώμαστε μπροστά στην τυφλή δικαιοσύνη με το ίδιο βλέμμα αυτοπεποίθησης, σίγουροι ότι θα κριθούμε το ίδιο. Και ξέρουμε ότι για την ίδια δουλειά θα πληρωθούμε το ίδιο. Και τα παιδιά μας – όλα – έχουν δικαίωμα στη μόρφωση. Τη δωρεάν και ποιοτική μόρφωση. Και κανένα παιδί δε δουλεύει. Κανένα και ποτέ. Και οι εκλεγμένοι μας άρχοντες θα δίνουν λόγο και είναι τίμιοι και εύθικτοι και δουλεύουν για το καλό όλων. Και η εξωτερική μας πολιτική σκοπό έχει τη δημιουργία φίλων και όχι τη δημιουργία άλοθι για την εσωτερική μιζέρια.
Και μέχρι να ξανάβρω τη χώρα μου δε θα ησυχάσω. Θα γίνω η φλόγα που καίει τις φενάκες σας, η φωνή που σβήνει τα ψέμματά σας. Και μπροστά μου θα τρέχουν οι νέοι και τα παιδιά, ανοίγωντας το δρόμο και πετώντας στην άκρη τα ξεπερασμένα τερατουργήματα της δικής σας χώρας και του δικού σας κόσμου.
Μιάς χώρας που δεν είναι η δικιά τους και ούτε η δικιά μου.
Και τότε ο καθένας μας θα λέει περήφανα: «Τούτη ‘δω είναι η χώρα μου. Τούτος ‘δω είναι ο κόσμος μου!».
No comments:
Post a Comment