Οι Ελληνες διεκδικούν να πάρουν πίσω τη γειτονιά τους και οι μετανάστες το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια και στα στοιχειώδη
Των Μαριας Δεληθαναση, Ιφιγενειας Διαμαντη
Παιδιά από την Πολωνία παίζουν μπάλα στην παιδική χαρά στο πίσω μέρος της πλατείας του Αγίου Παντελεήμονα. Εξω από τα κάγκελα της παιδικής χαράς αγόρια από το Αφγανιστάν τα κοιτάζουν. Τα ξανθά μικρά αγοράκια ρίχνουν μια μπάλα πάνω από τα κάγκελα για να παίξουν τα αφγανάκια... Ελληνικά δεν ακούγονται.
Είναι νωρίς το πρωί και στην πλατεία βλέπει κανείς Αφγανούς –άνδρες, γυναίκες, παιδιά– με πρησμένα μάτια και ταλαιπωρημένα πρόσωπα. Κοιμούνται εκεί. Οσο περνά η ώρα στα παγκάκια εμφανίζονται γιαγιάδες και παππούδες, κάποιοι με μωρά.
Λιγοστοί από αυτούς είναι Ελληνες. Οι περισσότεροι είναι «παλιοί» μετανάστες που μετά τόσα χρόνια έχουν ενσωματωθεί στην τοπική κοινωνία. Αβολα ταΐζουν το εγγόνι στο παγκάκι ή το ανεβάζουν στο παιχνίδι-αλογάκι του περιπτέρου, υπό το βλέμμα των πεινασμένων μικρών «ενοίκων» της πλατείας.
Η ισορροπία χάθηκε... Οι αρμόδιες υπηρεσίες απλώς παρακολουθούν την κατάσταση. Οι κάτοικοι έχουν χωρισθεί σε στρατόπεδα: η αδιαφορία έχει μετατραπεί σε εχθρότητα, η συμπάθεια σε αμηχανία. Οι θιασώτες των καταστάσεων κοινωνικής έντασης έχουν βρει νέο πεδίο δράσης.
Το πρώτο γκέτο έχει δημιουργηθεί στην Αθήνα και μαζί του ό,τι το συνοδεύει: φτώχεια, εγκληματικότητα, ρατσισμός, εγκατάλειψη της περιοχής από τις αρχές (η πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα καθαρίσθηκε τις 29 Ιουλίου όταν γιόρταζε ο Αγιος και μετά μόλις την περασμένη Δευτέρα για τη συγκέντρωση διαμαρτυρίας των κατοίκων)...
Η «Κ» μίλησε με εκπροσώπους από τα δύο χαρακτηριστικότερα στρατόπεδα: μια ελληνική και μια αφγανική οικογένεια. Η καθεμιά με τα δίκια και τις διεκδικήσεις της. Η ελληνική οικογένεια διεκδικεί μια τακτοποιημένη καθαρή γειτονιά και το ενδιαφέρον ενός αδιάφορου κράτους. Η αφγανική οικογένεια βυθισμένη στο φόβο και την απελπισία διεκδικεί το δικαίωμά της να επιζήσει. Ο πατέρας ζητεί δουλειά και στοιχειώδη ασφάλεια για τα παιδιά του...
Κάτω από τις παρούσες συνθήκες, αυτά τα δύο δεν δείχνουν να συμβιβάζονται.
«Εμείς πληρώνουμε φόρους»
Η κ. Ματίνα Παπαδοπούλου είναι 40 ετών και διατηρεί κατάστημα ρούχων στον Αγιο Παντελεήμονα. Γέννημα - θρέμμα της περιοχής, μένει με τις κόρες της, τη 12χρονη Κωνσταντίνα και την 8χρονη Αγγελική σε μια πολυκατοικία με άλλες πέντε οικογένειες Ελλήνων. Κοντά της μένουν η γιαγιά της, η μητέρα της, ο αδελφός της, ο θείος της. Την περασμένη Δευτέρα ήταν μία από τους κατοίκους, Ελληνες και αλλοδαπούς που ζουν στην περιοχή και συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα για να διαμαρτυρηθούν. Ο λόγος, η αύξηση της προσέλευσης μεταναστών τους τελευταίους έξι μήνες, οι οποίοι στοιβάζονται πέριξ της πλατείας. Ελλείψει των στοιχειωδών συνθηκών υγιεινής οι μόνιμοι κάτοικοι έκριναν ότι είχε φθάσει η ώρα για να ακουστεί η φωνή τους. Μέσα σε δύο εβδομάδες είχαν συγκεντρώσει 3.500 υπογραφές.
«Λίγο πριν πάω στη συγκέντρωση, πήρα τη μεγάλη μου κόρη από τα αγγλικά. Ηθελα να είναι μαζί μου. Εδώ δεν ζει; Δεν πρέπει να ξέρει τα προβλήματα της περιοχής της και να προφυλάξει τον εαυτό της; Οπως παίρνω και τα δύο μου παιδιά, από μωρά κάθε χρόνο και τα πηγαίνω στο Πολυτεχνείο για να αφήσουν ένα τριαντάφυλλο και να τους μάθω κάποια πράγματα, θεωρούσα ότι τουλάχιστον η μεγάλη, έπρεπε να είναι παρούσα και σε αυτήν την περίπτωση, για να δει, για να “σκληρύνει”», λέει στην «Κ».
Τους λυπάμαι
«Την ημέρα της διαμαρτυρίας, κάποια κυρία από την αντι-διαδήλωση φώναζε στο μικρόφωνο “αφήστε τους Αφγανούς στην πλατεία του Αγ. Παντελεήμονα, δώστε στους Αφγανούς την πλατεία του Αγ. Παντελεήμονα”. Δεν τη δίνω, κυρία μου, θα τη δώσω στα παιδιά μου να βγουν να παίξουν. Φορολογούμενος πολίτης εγώ είμαι, δεν είναι οι Αφγανοί. Αν τους λυπούνται, να τους βάλουν σε ένα σπίτι. Εγώ είμαι που τους λυπάμαι, που περνάω από τη λαϊκή και τους αφήνω τρόφιμα, επειδή τους βλέπω υποσιτισμένους κάτω στον δρόμο. Εγώ είμαι που τους λυπάμαι, αυτοί δεν τους λυπούνται. Η άλλη πλευρά φώναζε να δοθεί στους Αφγανούς άσυλο. Ασυλο σημαίνει στέγη και τροφή. Δώστε τους στέγη και τροφή. Τότε, ναι, είναι άσυλο. Το πλακάκι και το σκαλί της εκκλησίας δεν είναι άσυλο», προσθέτει.
«Δεν είμαστε κατά των Αφγανών, ούτε κατά των μεταναστών. Είμαστε απλοί πολίτες, αλλά δεν είμαστε ούτε ηλίθιοι, ούτε αδαείς όπως νομίζουν όλοι. Είναι που είναι υποβαθμισμένη περιοχή, να έρθουν κερασάκι στην τούρτα οι Αφγανοί στην πλατεία;», καταλήγει.
«Απλά θέλουμε να ζήσουμε»
Ο Αχμέτ, η γυναίκα του, η 5χρονη Γάζελ και η 4χρονη Ασάλ έφθασαν Πέμπτη βράδυ στην πλατεία του Αγ. Παντελεήμονα. Τους βρήκε εκεί ο 23χρονος Εμάλ Νασρί και τους πήρε σπίτι του για να μείνουν λίγες ημέρες. «Δεν μπορώ να τους κρατήσω περισσότερο από 3-4 ημέρες. Μένουμε πολλά άτομα στο σπίτι. Δεν ξέρω τι θα απογίνουν...», λέει.
Ο Αχμέτ και η οικογένειά του εγκατέλειψαν το Αφγανιστάν πριν από τέσσερις μήνες. Μέχρι τότε διατηρούσε κατάστημα με δίκυκλα. Κατάφερνε να συντηρεί την οικογένειά του παρότι «δυο χρόνια μετά τη διακυβέρνηση Καρζάι η χώρα βυθίστηκε και πάλι στον πόλεμο και την πείνα». Κάποια ημέρα οι μαφίες, που θεριεύουν στη χώρα και φορούν άλλοτε ρούχα Ταλιμπάν και άλλοτε ρούχα αστυνομικών, τον έβαλαν στο στόχαστρο. Εσπασαν το μαγαζί του, απήγαγαν τα κορίτσια του και του ζήτησαν 20.000 δολάρια για να ελευθερώσουν τα παιδιά. «Τους έδωσα τα χρήματα, επέστρεψαν τα παιδιά και μου είπαν να φύγω από την πόλη (Herat)».
Η Οδύσσεια
Τότε ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι προς την Ευρώπη. Πλήρωσε 17.000 δολάρια για να φθάσει μέχρι εδώ. Τέσσερις μήνες πορεία με τα πόδια, με φορτηγά και μια πλαστική βάρκα στο Αιγαίο με άλλους 25 μέσα. «Από τους 100 που ξεκινήσαμε από το Αφγανιστάν 24 καταφέραμε να φθάσουμε. Αλλοι πέθαναν από το κρύο πάνω στα βουνά, άλλους τους σκότωσαν οι στρατιώτες στα σύνορα Ιράν και Τουρκίας, άλλοι πέθαναν από πείνα».
Η οικογένεια έφθασε στη Μυτιλήνη στις αρχές του μήνα και έμεινε στο Κέντρο Κράτησης για 12 ημέρες. Τα παιδιά ήταν βαριά άρρωστα από την ταλαιπωρία και το κρύο της θάλασσας. «Τα μετέφεραν στο νοσοκομείο, τους έδωσαν τις πρώτες βοήθειες και μετά τα άφησαν χωρίς φάρμακα», λέει η μητέρα. «Με το πρόβλημα που έχουν τα δυο κοριτσάκια, αν ξανακοιμηθούν έξω μπορεί να πεθάνουν», λέει στην «Κ» ο Εμάλ που κάποτε είχε μουσική εκπομπή στην αφγανική τηλεόραση και παρέδιδε μαθηματικά και γεωγραφία σε μαθητές γυμνασίου. «Εξάλλου ένα τρίχρονο παιδί πέθανε πριν από λίγες ημέρες από το κρύο». Κοιμόταν με τη μητέρα του στην πλατεία του Αγ. Παντελεήμονα που κάθε βράδυ γεμίζει από ανθρώπους που προσπαθούν να κοιμηθούν -όπως και όλες σχεδόν οι πλατείες του κέντρου της πόλης.
Κι ο Αχμέτ τι σκοπεύει να κάνει; Πού θα πάει; «Αναζητώ απλά μια δουλειά, χαρτιά νομιμότητας και σπίτι για να επιζήσουν τα παιδιά μου. Τίποτε άλλο»...
Εφιάλτες και όνειρα στο σπίτι των 2,5 ευρώ
Το αληθινό του όνομα δεν είναι Τζαβάντ. Ο νεαρός Αφγανός είναι φίλος μου, αυτή τη φορά με παρακάλεσε να μην χρησιμοποιήσω το όνομά του.
«Τον τελευταίο καιρό έρχονται συνέχεια κι άλλοι δημοσιογράφοι και θέλουνε να μπούνε μέσα στο σπίτι, να βγάλουνε φωτογραφίες, να δούνε τι γίνεται. Γιατί έρχονται όλοι εδώ και δεν πάνε σε άλλα σπίτια στη γειτονιά;», μου είπε λίγο εκνευρισμένος.
Ο Τζαβάντ μένει εδώ και χρόνια στο πιο γνωστό τριώροφο που φιλοξενεί Αφγανούς στον Αγιο Παντελεήμονα. Επινοικιάζει μέρος του κτιρίου σε πρόσφυγες ομοεθνείς του για 2,5 ευρώ την ημέρα το άτομο, ίσα ίσα για να πληρώνει τους λογαριασμούς. Είναι το περίφημο «Hotel Afghan» για τους Αφγανούς, «εστία μόλυνσης και χωματερή μεταναστών» για τους κατοίκους της περιοχής. Τελευταία ήλθε πάλι στο επίκεντρο μετά τις καταγγελίες για σφαγές ζώων και άθλιες συνθήκες διαβίωσης μέσα στην πολυκατοικία. Για μένα όμως, αυτό το τριώροφο είναι απλά το σπίτι του φίλου μου, του Τζαβάντ.
Κάθε φορά που τον επισκέπτομαι μου φτιάχνει τσάι σε ψηλά γυάλινα ποτήρια. Και οι δύο αγαπάμε τα νουκλ (αφγανικοί ξηροί καρποί) και όποτε έχουμε, πάντα με αφήνει να φάω τα πιο πολλά.
Καθόμαστε ώρες ξυπόλυτοι στο πάτωμα, ακριβώς όπως στο Αφγανιστάν, πάνω σε μια μαλακή μπλέ κουβέρτα. Συνήθως έρχονται κι άλλοι Αφγανοί κάθε ηλικίας από τη γειτονιά. Και ο Τζαβάντ μου λέει ιστορίες.
«Εκείνα τα δύο αγοράκια που είδες την προηγούμενη φορά, που τα έπιασε η αστυνομία όταν έφευγαν με τους γονείς τους για την Ευρώπη και έμειναν πίσω μόνα τους, φύγανε. Τα πήραν άλλοι Αφγανοί μαζί τους στην Πελοπόννησο, για να μαζέψουν πορτοκάλια και να έχουν λεφτά για να φάνε». «Μια οικογένεια Αφγανών που ήταν άστεγη στην πλατεία τους μάζεψε ένας γείτονας και τους έβαλε σε ένα υπόγειο εδώ κοντά».
Τραπέζι για όλους
Το τηλέφωνό του χτυπάει ασταμάτητα. Κάποιος χρειάζεται να πάει στο νοσοκομείο. Αλλος χρειάζεται να βρει σπίτι. Κι ο Τζαβάντ είναι από τους λίγους στην περιοχή που μιλάνε ελληνικά και μπορεί να τους βοηθήσει. Αν έχει μαγειρέψει καμπουλί (ρύζι με κρέας και σταφίδες) ο Αμίρ*, ο συγκάτοικός του, κάθομαι πάντα να φάω μαζί τους βραδινό. Πολλές φορές τρώνε μαζί μας κι άλλα παιδιά από τα διπλανά διαμερίσματα. Στρώνουμε εφημερίδες στο πάτωμα, λέμε αστεία, με μαλώνουν για τα πολλά τσιγάρα που καπνίζω και για λίγες στιγμές αισθάνομαι όπως εκείνες τις φορές που έτρωγα στο εστιατόριο Sufi στην Καμπούλ. Κι όταν νυχτώσει, ο Τζαβάντ με πάει πάντα μέχρι το τρένο με το μηχανάκι του. «Χοντάφεζ!» (Αντίο), του φωνάζω καθώς μου χαμογελάει στο σκοτάδι. Εκείνο το βράδυ όλα ήταν διαφορετικά.
Στην πλατεία είχε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τους χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες (κυρίως Αφγανούς) που έχουν μαζευτεί στην περιοχή. Εκατσα δίπλα στην εκκλησία και προσπαθούσα να ακούσω τα συνθήματα που φώναζαν και οι δύο πλευρές. Τα Αφγανάκια όμως που έπαιζαν δίπλα μου δε με άφηναν. Με τράβαγαν και ρωτούσαν τον Τζαβάντ το όνομά μου. Το πρωί, ένα από αυτά, θα ξαναέρθει στην πλατεία για να πουλήσει μπουλονί (αφγανική πίτα) στους Αφγανούς που μαζεύονται εκεί.
Χωρίς να το καταλάβουμε ξεκίνησαν κάποια επεισόδια και με τον Τζαβάντ τρέξαμε στο τριώροφο. Στο μικροσκοπικό δωμάτιό του τα παντζούρια ήταν για πρώτη φορά κλειστά. Το ίδιο και στα περισσότερα διαμερίσματα. Ο Αμίρ μόλις είχε επιστρέψει από τη δουλειά αλλά καθόταν συνεχώς όρθιος. Ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο και κυνηγητά. Ο Τζαβάντ βρήκε μια χοντρή αλυσίδα και με ένα λουκέτο που του έδωσε η οικογένεια από το διπλανό διαμέρισμα κατέβηκε και κλείδωσε τη σιδερένια εξώπορτα.
Ανεβήκαμε στην ταράτσα, που έχει μόνο δορυφορικά πιάτα και μια στίβα από παλιές ηλεκτρικές συσκευές. Είδα καμιά δεκαριά νεαρούς Αφγανούς να κρατάνε ξύλα. «Μα γιατί;» ρώτησα. «Φοβούνται μήπως μπει κάποιος μέσα και τους χτυπήσει», μου απάντησε ο Τζαβάντ καθώς στο δρόμο, ακριβώς από κάτω, γίνονταν συμπλοκές.
Κλειδωμένες πόρτες
Οι πόρτες των διαμερισμάτων ήταν για πρώτη φορά όλες κλειδωμένες. Κατεβαίναμε τους σκοτεινούς ορόφους και κάποια φωνή πριν ανοίξει η πόρτα, ρώταγε χαμηλόφωνα να μάθει ποιοί είναι. Ολοι κλείστηκαν στα διαμερίσματά τους. Στο πάτωμα, άλλοι σκεπασμένοι με μια κουβέρτα. Και κάποιοι ελάχιστοι έβλεπαν κρυμμένοι από τα μπαλκόνια τους αυτά που γίνονταν στο δρόμο. Δεν πολυκαταλάβαιναν τι φώναζαν οι νεαροί που έτρεχαν πάνω-κάτω ούτε γιατί η αστυνομία έπρεπε να παραμείνει έξω από το σπίτι τους μέχρι αργά.Τα ένιωθαν όλα όμως.
«Ο φόβος, ο πόλεμος και η καταπίεση», γράφει η αμερικανίδα δημοσιογράφος Kathy Gannon στο βιβλίο της, «είναι σαν κλωστές κεντημένες μέσα στο ύφασμα της ζωής των Αφγανών: φόβος για τους Σοβιετικούς, τους μουτζαχεντίν, την αλ-Κάιντα, τους Πακιστανούς, τους Αμερικανούς, τα Β-52, τους ίδιους τους Αφγανούς».
Αυτή η γειτονιά της Αθήνας είναι τόσο μακριά από όλα αυτά. Ο Τζαβάντ όμως, ο νεαρός Αφγανός φίλος μου, για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ δεν με πήγε μέχρι το τρένο. Είπαμε «Xοντάφεζ» πίσω από τα σίδερα της βαριάς εξώπορτας του τριώροφου.
Φιλιω Π. Κοντραφουρη
* Τα ονόματα έχουν αλλάξει για λόγους προστασίας.
No comments:
Post a Comment